κατακυλίσῃ

κατακυλίσῃ
κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω
roll down
aor subj mid 2nd sg
κατακυλί̱σῃ , κατακυλίνδω
roll down
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακύλιση — η το κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυλίω. Η λ., στον λόγιο τ. κατακύλισις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • σβάρνισμα — το, ατος 1. σπάσιμο σβόλων και σιάξιμο του χωραφιού. 2. κατακύλιση, σύρσιμο: Σβάρνισμα του πτώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”